
Αν και δεν υπήρξα ποτέ θρησκευόμενο άτομο, εντούτοις τον τελευταίο καιρό παρακολούθησα με ανθρώπινο ενδιαφέρον την πορεία του Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου προς το θάνατο. Πρέπει δε να ομολογήσω ότι ο Αρχιεπίσκοπος επέδειξε μια ιδιαίτερα αξιοπρεπή και καρτερική στάση. Συνέχεια όμως τριγυρνούσε στο μυαλό μου το ερώτημα «δεν θα προτιμούσε τώρα στην επίπονη αυτή πορεία του προς το αναπόφευκτο τέλος να περιτριγυρίζεται από αγαπημένα πρόσωπα δικά του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του και ενδεχομένως τα εγγόνια του;;». Ο ίδιος γυρνώντας από το Μαϊάμι, όπου όπως όλοι ξέρουμε αντιμετώπισε τη μεγαλύτερη απογοήτευση της ζωής του, δήλωσε στον κόσμο που τον περίμενε έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό «επανέρχομαι σπίτι μου, για να βρεθώ κοντά στους δικούς μου, σε περιβάλλον οικογενειακό, στην πατρίδα, όπου κανείς αισθάνεται πιο μεγάλη ασφάλεια και πιο μεγάλη ευλογία…». Σ’ αυτή τη φράση νομίζω περικλείεται μια μεγάλη αλήθεια. Η ανάγκη του ανθρώπου να περιβάλλεται από τους «δικούς του» ανθρώπους σε «οικογενειακό περιβάλλον», όταν αντιμετωπίζει την αρρώστια, το θάνατο… Για το Χριστόδουλο οι δικοί του ήταν οι διάφοροι διάκονοι και παρατρεχάμενοι της εκκλησίας, άντε και ο ηλικιωμένος αδελφός του. Μπορούσαν αυτοί να του παράσχουν αυτό που η αληθινή οικογένεια προσφέρει στον άνθρωπο της, όταν τον βλέπει να υποφέρει και να οδεύει προς το θάνατο; Δεν θέλω να είμαι απόλυτη. Για μένα η απάντηση είναι μάλλον όχι. Μπορεί όμως και να κάνω λάθος.

Μια ιστορική διαδρομή στα γεγονότα που «επέβαλαν» την αγαμία του ανώτερου κλήρου εντείνουν την αμφιβολία μου για την αναγκαιότητα της αγαμίας αυτής. Όπως όλοι ξέρουμε (φαντάζομαι) μέχρι τον έκτο αιώνα δεν υπήρχε αυτή η επιβολή της αγαμίας. Οι Επίσκοποι, όπως όλοι οι κληρικοί, μπορούσαν να τελέσουν γάμο και να τεκνοποιήσουν. Από τους Αποστόλους μάλιστα όλοι, πλην του Ιωάννη και αργότερα του Παύλου, ήταν έγγαμοι. Πολλοί από τους Αγίους της Εκκλησίας μας που είχαν χρηματίσει Επίσκοποι ήταν έγγαμοι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Άγιος Σπυρίδωνας που ήταν έγγαμος και είχε και παιδί. Επίσης έγγαμοι ήταν, μεταξύ άλλων, ο Επίσκοπος Γρηγόριος Ναζιανζού (πατέρας του Γρηγορίου του Θεολόγου) και ο Γρηγόριος της Νύσσης (αδελφός του Μ. Βασιλείου). Αυτός που πρώτος επέβαλε νομοθετικά την αγαμία του ανώτερου κλήρου ήταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός ο Α' με νόμο που δημοσιεύτηκε το 551 μ.Χ σε μια εποχή που υπερτιμήθηκε πολύ ο μοναχισμός. Και πάλιν όμως ο νόμος αυτός, που ας σημειωθεί περιορίστηκε αργότερα από το Λέοντα το Γ΄ τον Ίσαυρο, δεν τηρείτο πάντοτε. Μέχρι και το 12ο αιώνα δεν έπαυσαν να εκλέγονται και έγγαμοι Επίσκοποι.
Υπάρχει σήμερα άραγε ανάγκη να διατηρείται αυτός ο αναχρονιστικός κανόνας;; Κοιτάζοντας βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχή η απάντηση για μένα είναι ΟΧΙ. Ο Επίσκοπος είναι ένας φυσιολογικός άνθρωπος με ομαλές ορμονικές λειτουργίες που δεν μπορεί παρά να έχει ερωτικές ανάγκες. Πρέπει λοιπόν να έχει επιλογή να καθορίζει ο ίδιος τον τρόπο ζωής του. Αν μεν πρόκειται για ασκητική μορφή που μπορεί να τιθασεύσει τις σαρκικές του επιθυμίες, είναι δικαίωμα του να το κάνει και να παραμείνει άγαμος. Πρέπει όμως να έχει και το δικαίωμα, αν το επιθυμεί να έχει και αυτός δίπλα του πραγματικά «δικούς» του ανθρώπους, τη γυναίκα του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του. Δεν νομίζω ότι αυτοί θα τον εμποδίσουν να πραγματοποιεί την αποστολή του. Αντίθετα με την αγάπη τους, την τρυφερότητα τους, τη ζεστασιά τους θα του δίνουν δύναμη να προχωρά και να αντιμετωπίζει όλες τις δυσκολίες. Και, για να επανέλθουμε στο θέμα μας, θα του απαλύνουν τις τελευταίες του στιγμές και θα κάνουν την πορεία του προς το θάνατο, το μεγάλο αυτό Άγνωστο, ειρηνική και όσο το δυνατό ανώδυνη…
Καλό σου ταξίδι Χριστόδουλε….