
Όπως έγραψα και στην προηγούμενη ανάρτηση μου, πριν μια εβδομάδα πήγα στην Κύπρο για 3-4 μέρες να επισκεφθώ τους γονείς μου. Ο κυριότερος λόγος που πήγα ήταν ο πατέρας μου. Ένας γλυκύτατος άνθρωπος, συνταξιούχος δάσκαλος, με πολλά πνευματικά ενδιαφέροντα. Σ’ αυτόν οφείλω την αγάπη μου στο βιβλίο (γενικά στο διάβασμα) και στη μουσική. Στα παιδικά μας χρόνια είχε οργανώσει την οικογενειακή χορωδία που αποτελείτο από εκείνο, τη μητέρα μου και εμάς τις τρεις αδελφές. Η χορωδία μας, με πλούσιο ρεπερτόριο, σε κάθε οικογενειακή γιορτή είχε την τιμητική της. Διέθετε και μουσικά όργανα. Ο πατέρας μου έπαιζε μαντολίνο και η αδελφή μου η μικρή πιάνο.
Δυστυχώς, τα τελευταία 3-4 χρόνια διαγνώστηκε ότι ο πατέρας μου πάσχει από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Είχε αρχίσει σιγά σιγά να ξεχνά ονόματα και πρόσωπα, διάφορες δουλειές που είχε να κάνει (πληρωμή λογαριασμών κλπ), να παραπονιέται στη μητέρα μου ότι δεν τον ενημερώνει πού πάει (ενώ τον ενημέρωνε, αλλά αυτός το ξεχνούσε) κλπ. Το κυριότερο και πιο επικίνδυνο σύμπτωμα του ήταν ότι άρχισε να χάνει τον προσανατολισμό του στην οδήγηση. Το γεγονός αυτό ανάγκασε τη μητέρα μου να του απαγορεύσει να οδηγεί αυτοκίνητο. Λόγω του μορφωτικού του επιπέδου έχει, προς το παρόν τουλάχιστον, επίγνωση της κατάστασης του και προσπαθεί να αντισταθεί, όπως μπορεί, στην ασθένεια αυτή. Διάβασε κάπου (βλ. και εδώ) ότι η πνευματική άσκηση βοηθά στην επιβράδυνση της νόσου. Έτσι διαβάζει, τραγουδά (έχει πολύ ωραία φωνή τενόρου), απαγγέλλει ποιήματα σε μια προσπάθεια να ασκεί τη μνήμη του και να επιβραδύνει την εξέλιξη της νόσου. Η εμμονή του στο τραγούδι και στην απαγγελία, καμιά φορά εκνευρίζει τη μητέρα μου. Είναι όμως αλήθεια ότι πράγματι η ασθένεια του εξελίσσεται αργά. Θυμάμαι ότι η πεθερά μου που έπασχε κι αυτή από Αλτσχάιμερ, κατέρρευσε μέσα σε 3-4 χρόνια.
Ευτυχώς ακόμα με θυμάται. Μου εκφράζει την αγάπη του και τη χαρά του όταν με βλέπει. Του αρέσει να μου διηγείται ιστορίες από τα παιδικά του χρόνια. Ξέρετε, αυτή η ασθένεια κάνει τον ασθενή να ξεχνά πρόσφατα γεγονότα, αλλά τα παλιά τα θυμάται ακόμα. Θυμάται έντονα τη μητέρα του, τη Μερόπη, που την έχασε όταν αυτή ήταν 49 χρόνων. Τώρα στην τελευταία μου επίσκεψη, μου διηγόταν, για μια ακόμα φορά, τον αγώνα που έκανε η μητέρα του, για να πείσει τον πατέρα του να τον αφήσει να σπουδάσει δάσκαλος. Στην εποχή του η Παιδαγωγική Ακαδημία ήταν η μόνη Ανώτερη Σχολή που υπήρχε στην Κύπρο. Το Πανεπιστήμιο ιδρύθηκε πολύ αργότερα. Ο πατέρας του, που ήταν κτηματίας με πολλά κτήματα και εργάτες να εργάζονται γι' αυτόν, αρνιόταν να συναινέσει σε περαιτέρω σπουδές, λέγοντας του ότι τον χρειάζεται για να τον βοηθά στις αγροτικές δουλειές. Του είπε δε κατάμουτρα ότι τον θεωρεί τεμπέλη που θέλει να σπουδάσει δάσκαλος. Η μητέρα του τότε αναγκάστηκε να πουλήσει ένα μικρό κτηματάκι δικής της ιδιοκτησίας, για να τον στείλει στην Παιδαγωγική Ακαδημία. Δυστυχώς την έχασε μόλις διορίστηκε δάσκαλος.
Αγαπημένε μου πατέρα, μ’ αυτή μου την ανάρτηση θέλω να σου πω πόσο σ’ αγαπώ. Σε σένα χρωστώ όχι μόνο το ζην, αλλά και το ευ ζην. Εσύ με έμαθες να μη δίνω αξία στα υλικά αγαθά και ότι η πνευματική καλλιέργεια βρίσκεται πάνω και από περιουσίες και από χρήματα. Άλλωστε τα κτήματα και η περιουσία του πατέρα σου χάθηκαν εκείνο το καλοκαίρι του 1974. Έμεινε μόνο η μόρφωση που φρόντισε η μητέρα σου να σου δώσει μ΄ εκείνο το μικρό κτηματάκι της!! Σ’ ευχαριστώ που έκανες το ίδιο για μένα και τις αδελφές μου.