
Φαντάζομαι θα ξέρετε το θεατρικό έργο του Δημήτρη Βυζάντιου (1790-1853) «Βαβυλωνία» που την έγραψε το έτος 1836. Εκεί λοιπόν διαπραγματεύεται τη γλωσσική ασυνεννοησία στο νεοσύστατο τότε Ελληνικό κράτος που οφείλεται στις διάφορες ελληνικές ντοπιολαλιές. Κλασσική η σκηνή μεταξύ του Κρητικού και του Αρβανίτη. Ο Κρητικός ρωτά τον τελευταίο αν έφαγε τα κουράδια του (δηλ. τα πρόβατα του) και ο Αρβανίτης νομίζοντας ότι τον ρωτά αν έφαγε σκατά, τον χτυπά με την πιστόλα του. Έρχεται μετά ο Κύπριος να διηγηθεί το επεισόδιο στον αστυνόμο, ο οποίος έκανε προανάκριση και του είπε «ρώτησε ο Κρητικός τον Αρβανίτη αν έφαγε τα κουράδια του, δηλαδή τις κουδέλλες του (τα πρόβατα στα κυπριακά)…». Ο αστυνόμος πέρασε τις κουδέλες για κορδέλες και η ασυνεννοησία συνεχίστηκε….
Πόσα από αυτά τα επεισόδια ασυνεννοησίας, λόγω διαφορετικών ντοπιολαλιών, έχει ο καθένας από μας να διηγηθεί!! Σε προηγούμενη ανάρτηση μου σας διηγήθηκα ήδη δύο με ηρωίδα την κα Τούλα. Θυμάστε; Τη συμπαθητική κυρία που α) όταν κάλεσαν τα γειτονόπουλα το γιο της να παίξει «μάπα» νόμιζε ότι το έβριζαν «βλάκα», μη ξέροντας βέβαια ότι στην κυπριακή διάλεκτο η «μάπα» είναι η μπάλα και β) παρεξήγησε τον μπακάλη όταν της ευχήθηκε «καλές Σήκωσες» νομίζοντας ότι της λέει σεξουαλικό υπονοούμενο.!
Σήμερα θυμήθηκα και μερικά άλλα περιστατικά και είπα να σας τα διηγηθώ να γελάσουμε:
Α περιστατικό: Ήμουν νεαρή τότε δικηγόρος και ήρθε ένας πελάτης να μου αναθέσει μια υπόθεση εξύβρισης. Άρχισε λοιπόν να μου διηγείται τι έγινε. «Ήρθε ο γείτονας νυχτιάτικά, μου κτύπησε την πόρτα και όταν του άνοιξα, μου επιτέθηκε φραστικά λέγοντας μου: Τι έχεις ρε τα κρεμαστάρια, πήγαινε να βάλεις φουστάνια…». Εγώ ξέροντας ότι τα κρεμαστάρια στην κυπριακή διάλεχτο είναι οι κρεμάστρες που κρεμάμε τα ρούχα, του απαντώ με μια αφέλεια «και το θεωρείτε αυτό εξύβριση;». «Ε, δεν είναι;» με ρωτά ο άλλος. «Όχι φυσικά», του απαντώ. «τα
κρεμαστάρια πράγματι τα έχουμε για να βάζουμε τα φουστάνια». Ο πελάτης έμεινε να με κοιτά αποσβολωμένος. Είδε κι έπαθε να με πείσει ότι τελικά είναι εξύβριση, γιατί ο γείτονας, που φυσικά δεν ήταν Κύπριος, με τα κρεμαστάρια εννοούσε τους όρχεις….
Β περιστατικό: Αναφέροντας το πιο πάνω επεισόδιο σε ένα συνάδελφο που είναι Κρητικός μου διηγήθηκε και αυτός με τη σειρά του ένα άλλο. Σκηνή σε ένα δικαστήριο στην Κρήτη (ο δικαστής δεν ήταν Κρητικός). Στη θέση του μάρτυρα κάποιος άντρας (Κρητικός), ο οποίος διηγείτο πώς έγινε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα. Σε μια στιγμή ο δικαστής τον διακόπτει και του λέει «δεν μας τα είπε έτσι η σύζυγος σας που κατέθεσε πριν, αλλιώς τα είπε». Και ο άντρας του απαντά «η
σύζυγος μου κ. Δικαστά όταν έγινε το ατύχημα ήταν βαρεμένη και δεν τα θυμάται καλά» (σημείωση: στην Κρήτη βαρεμένη σημαίνει έγκυος και μάλιστα στους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης). Ο Δικαστής νομίζοντας ότι εννοούσε ότι κάποιος είχε βαρέσει (δείρει) τη σύζυγο τον ρωτά «από ποιον ήταν βαρεμένη η σύζυγος σας;». Ο άνδρας του απαντά φανερά εκνευρισμένος «τι εννοείτε από ποιόν, από μένα φυσικά…». Και έρχεται η παρατήρηση από το Δικαστή «μα καλά, δεν ντρέπεστε να κτυπάτε τη σύζυγο σας και να καμαρώνετε γι’ αυτό;». Εδώ πρέπει να σας πω ότι και στην Κύπρο χρησιμοποιούμε μια παρόμοια λέξη για την έγκυο στον τελευταίο μήνα: κατάβαρη.
Γ περιστατικό: Ήμουν στην Κύπρο και βλέπαμε τηλεόραση
με τον πατέρα μου. Σε μια στιγμή μπαίνει μια διαφήμιση για τις συναυλίες του Κότσιρα που τότε βρισκόταν κι αυτός στο νησί και τραγουδούσε σε διάφορες πόλεις. Μόλις ακούει ο πατέρας μου το επίθετο «Κότσιρας» που στην Κύπρο σημαίνει κάτι σαν «Κουράδας» ή «Σκατάς», του πέσαν οι μασέλες. Γυρνάει εμβρόντητος προς εμένα και μου λέει «καλέ άκουσες πώς το λένε το παιδί αυτό;; Τι κρίμα κι έχει ωραία φωνή!»
Δ περιστατικό: Τη γνωστή κα Τούλα όταν καμιά φορά πέρναγε έξω από το σπίτι μας και την έβλεπε η γιαγιά μου της φώναζε «έλα κα Τούλα να κάτσεις να πνάσεις» (δηλαδή να ξεκουραστείς). Μια μέρα έρχεται η κα Τούλα στη μάνα μου και της λέει «έχω μια απορία, γιατί η μαμά σου όταν με βλέπει να περνώ μου λέει να έρθω να κάτσω να πεινάσω;;» (νόμιζε ότι της έλεγε έλα να κάτσεις, να πεινάσεις).
E περιστατικό: Αυτό μου το διηγήθηκε μια θεία μου που ένα διάστημα έζησε στην Αγγλία, στο Λονδίνο. Εκεί οι Κύπριοι έχουν αναπτύξει μια διάλεχτο δική τους Κυπριο-αγγλική. Πάει λοιπόν ένας γείτονας, Κύπριος κι αυτός, και τους λέει «το Σάββατο θα χαρτώσουμε το Κιτσούδι, θέλετε να έρθετε κατά τις 10 να μας βοηθήσετε;». Πρέπει να σας πω ότι στα κυπριακά χαρτώνω σημαίνει αρραβωνιάζω. Η θεία μου νομίζοντας ότι ήρθε να τους καλέσει στον αρραβώνα του γιου του του Κώστα και να τους παρακαλέσει να πάνε πιο μπροστά να βοηθήσουν στην προετοιμασία, του απάντησε «ευχαρίστως να ρθούμε». Το Σάββατο λοιπόν οι θείοι μου ντύθηκαν, στολίστηκαν και κατά τις 10 καταφτάνουν στο σπίτι του γείτονα με τα δώρα τους. Μόλις τους βλέπει ο γείτονας με τα καλά τους ρούχα αναφωνεί «μα καλά ήρθατε να κάνετε δουλειά με τα καλά σας;;». Τελικά δεν αρραβώνιαζε το γιο του, αλλά έβαζε wallpaper (χαρτί ταπετσαρίας) στην κουζίνα (kitchen) του και ήθελε βοήθεια……
Θεωρώ περιττό να σας διηγηθώ και επεισόδια με τη «βίλλα» που όλοι ξέρετε, φαντάζομαι, τι σημαίνει στην Κύπρο!! Θα σας πω όμως ένα ανέκδοτο πάνω σ’ αυτό. Ρωτά η δασκάλα τα παιδιά στο σχολείο να της διηγηθούν πού πάνε με την οικογένεια τους συνήθως τα Σαββατοκύριακα. Η Αννούλα απαντά «εμείς κυρία πάμε στη βίλλα μας στο Πόρτο Ράφτη». Ο Κωστάκης λέει «εμείς πάμε στη βίλλα μας στην Αίγινα». Ρωτά και τον Πανίκκο (κυπριακής καταγωγής) και αυτός απαντά «εμείς πάντως κυρία τη βίλλα μας την έχουμε πάντα μαζί μας, δεν πάμε να τη βρούμε κάθε Σαββατοκύριακο».
Σας αφήνω τώρα και σας προσκαλώ, όσους από σας έχετε παρόμοια περιστατικά, να τα διηγηθείτε στα σχόλια σας.
ΥΓ Επειδή ο Γεράσιμος δεν ήξερε τι είναι η «βίλλα» στα κυπριακά, εξηγώ για όσους δεν ξέρουν ότι είναι το αντρικό γεννητικό όργανο.